- δευτεριάτικος
- -η και -ια, -οΙ. αυτός που συμβαίνει, ανήκει ή αναφέρεται στη ΔευτέραII. επίρρ. δευτεριάτικακατά τη Δευτέρα (συνήθως σε εκφράσεις δυσφορίας, «άλλος μπελάς δευτεριάτικα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτεριάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στη Δευτέρα: Με απέλυσε δευτεριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δευτεριάτικα — επίρρ. βλ. δευτεριάτικος … Dictionary of Greek